- παρακεντές
- ο1. άτομο που εργάζεται ως εργάτης γης για λογαριασμό κτηματία εκτελώντας συνήθως έκτακτες και βοηθητικές εργασίες2. συνεκδ. αυτός που ζει προσκολλημένος σε κάποιον, ο παράσιτος3. (υβριστικά) άνθρωπος τιποτένιος, ανάξιος λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parakente, πιθ. < μσν. παρακενωτής].
Dictionary of Greek. 2013.